- λεξικολογικός
- η , ό[ν] лексикологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεξικολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικολογία. επίρρ... λεξικολογικώς και ά με λεξικολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ευστάθιο Σταθόπουλο] … Dictionary of Greek